κοψοχερίζω

Revision as of 14:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

κοψοχερίζω (Μ)
κόβω το χέρι ή τα χέρια κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -χερ-ίζω (< χέρι), πρβλ. κατα-χερίζω].