κρεοσκοπία

Revision as of 14:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

η
ο έλεγχος της κατάστασης τών σφαγίων από αρμόδιες αγορανομικές και αστυκτηνιατρικές υπηρεσίες για τη διαπίστωση της καταλληλότητάς του για κατανάλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -σκοπία (< -σκόπος < σκέπτομαι «παρατηρώ»), πρβλ. αστερο-σκοπία, κερδο-σκοπία].