κυανοκρήδεμνος

Revision as of 14:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A with dark-blue κρήδεμνον, Q.S.4.381.

German (Pape)

[Seite 1521] mit dunkelblauem Schleier, Thetis, Qu. Sm. 4, 381. 5, 121.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνοκρήδεμνος: -ον, ἔχων βαθέως κυανοῦν κρήδεμνον, Κόϊντ. Σμ. 4. 381.

Greek Monolingual

κυανοκρήδεμνος, -ον (Α)
(ως επίθ. της Θέτιδος) αυτή που φορά βαθυκύανο κεφαλόδεσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -κρήδεμνος (< κρήδεμνον «κεφαλόδεσμος»), πρβλ. καλλι-κρήδεμνος, λιπαρο-κρήδεμνος].