κυανοκρήδεμνος

From LSJ

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνοκρήδεμνος Medium diacritics: κυανοκρήδεμνος Low diacritics: κυανοκρήδεμνος Capitals: ΚΥΑΝΟΚΡΗΔΕΜΝΟΣ
Transliteration A: kyanokrḗdemnos Transliteration B: kyanokrēdemnos Transliteration C: kyanokridemnos Beta Code: kuanokrh/demnos

English (LSJ)

κυανοκρήδεμνον, with dark-blue κρήδεμνον, Q.S.4.381.

German (Pape)

[Seite 1521] mit dunkelblauem Schleier, Thetis, Qu. Sm. 4, 381. 5, 121.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνοκρήδεμνος: -ον, ἔχων βαθέως κυανοῦν κρήδεμνον, Κόϊντ. Σμ. 4. 381.

Greek Monolingual

κυανοκρήδεμνος, -ον (Α)
(ως επίθ. της Θέτιδος) αυτή που φορά βαθυκύανο κεφαλόδεσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -κρήδεμνος (< κρήδεμνον «κεφαλόδεσμος»), πρβλ. καλλικρήδεμνος, λιπαροκρήδεμνος].