κρυμοπαγής

Revision as of 14:09, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ές, A frost-congealing, Βορέης Orph.H.80.2.

German (Pape)

[Seite 1515] ές, durch Eiskälte, Frost erstarren od. gefrieren machend; Boreas, Orph. H. 79, 2.

Greek (Liddell-Scott)

κρῡμοπᾰγής: -ές, πηγνύων διὰ τοῦ ἑαυτοῦ ψύχους, Βορέης Ὀρφ. Ὕμν. 79. 2.

Greek Monolingual

κρυμοπαγής, -ές (Α)
αυτός που παγώνει με το δικό του ψύχοςκρυμοπαγής Βορέης», Ορφ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + παγής (< θ. παγ-, πρβλ. -πάγ-ην, παθ. αόρ. του πήγνυμι), πρβλ. γυιο-παγής, δροσο-παγής].