κρυμοπαγής
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
κρυμοπαγές, frost-congealing, Βορέης Orph.H.80.2.
German (Pape)
[Seite 1515] ές, durch Eiskälte, Frost erstarren od. gefrieren machend; Boreas, Orph. H. 79, 2.
Greek (Liddell-Scott)
κρῡμοπᾰγής: -ές, πηγνύων διὰ τοῦ ἑαυτοῦ ψύχους, Βορέης Ὀρφ. Ὕμν. 79. 2.
Greek Monolingual
κρυμοπαγής, -ές (Α)
αυτός που παγώνει με το δικό του ψύχος («κρυμοπαγής Βορέης», Ορφ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + παγής (< θ. παγ-, πρβλ. ἐ-πάγ-ην, παθ. αόρ. του πήγνυμι), πρβλ. γυιοπαγής, δροσοπαγής].