λαμπροπρεπής

Revision as of 14:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

λαμπροπρεπής, -ές (Μ)
λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο-πρεπής].