λαβροστομῶ, -έω (Α)μιλώ με θρασύτητα («σὺ δ' ἡσύχαζε μηδ' ἄγαν λαβροστόμει», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + -στομῶ (< -στόμος < στόμα), πρβλ. ελευθερο-στομώ, ψευδο-στομώ].