λαβροστομώ

Revision as of 14:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

λαβροστομῶ, -έω (Α)
μιλώ με θρασύτητα («σὺ δ' ἡσύχαζε μηδ' ἄγαν λαβροστόμει», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + -στομῶ (< -στόμος < στόμα), πρβλ. ελευθερο-στομώ, ψευδο-στομώ].