μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves
λαβροστομῶ, -έω (Α)μιλώ με θρασύτητα («σὺ δ' ἡσύχαζε μηδ' ἄγαν λαβροστόμει», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + -στομῶ (< -στόμος < στόμα), πρβλ. ελευθεροστομώ, ψευδοστομώ].