λαχανοπράτης

Revision as of 14:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

[πρᾱ], ου, ὁ, A greengrocer, PAmh.2.148.2 (v A.D.), PLond.1.113.6 (a) 7 (vi A.D.).

Greek Monolingual

λαχανοπράτης, ὁ (AM)
πάπ. λαχανοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + -πράτης (< θ. -πρα- του πιπράσκω «πωλώ»), πρβλ. δημοπράτης, ελαιο-πράτης.