λευκοβαφής

Revision as of 14:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ές, A gloss on λευκανθές, Sch.rec.S.OT742.

German (Pape)

[Seite 33] ές, weiß gefärbt, Schol. Soph. O. R. 733.

Greek (Liddell-Scott)

λευκοβᾰφής: -ές, βεβαμμένος λευκός, ἀναφερόμ. ἐκ τοῦ Σχολ. Σοφοκλ.

Greek Monolingual

-ές (Α λευκοβαφής)
ο βαμμένος με λευκό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -βαφής (< βαφή), πρβλ. ερυθρο-βαφής, πορφυρο-βαφής].