λειόσπερμος

Revision as of 14:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

-η, -ο
(για φυτό) αυτός που έχει λεία σπέρματα, δηλαδή χωρίς τρίχες, αυλακώσεις ή σαρκώδεις αποφύσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. έν-σπερμος, μονό-σπερμος].