λιθάρτης, ὁ (Α)αυτός που σηκώνει λίθους.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος + θ. -αρ- του αἴρω, «σηκώνω», πρβλ. ἀρ-ῶ (πρβλ. αντ-άρτης)].