λιθάρτης

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

λιθάρτης, ὁ (Α)
αυτός που σηκώνει λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος + θ. -αρ- του αἴρω, «σηκώνω», πρβλ. ἀρῶ (πρβλ. αντάρτης)].