ληθάνω

Revision as of 14:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

v. ἐκληθάνω, λανθάνω B.

German (Pape)

[Seite 38] factitiv. zu λήθω, VLL., scheint nur in compp. erhalten, denn Od. 7, 221 ist eine tmesis anzunehmen, ἐκ δέ με πάντων ληθάνει, er läßt mich Alles vergessen.

Greek (Liddell-Scott)

ληθάνω: ἴδε ἐν λέξ. ἐκληθάνω, λανθάνω Β.

English (Autenrieth)

cause to forget, τινός, Od. 7.221†.

Greek Monolingual

ληθάνω (Α)
λανθάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληθ- του λανθάνω (πρβλ. λέ-ληθ-α, λήθη)).

Greek Monotonic

ληθάνω: μτβ. του λανθάνω, βλ. λανθάνω Β.