λοχαγέτας

Revision as of 14:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

α, ὁ, Dor. for λοχηγέτης (which is not found), A = λοχαγός, A.Th.42, E.Ph.[974], Supp.502.

Greek Monolingual

λοχαγέτας, ὁ (Α) (δωρ. τ. αντί του άχρ. λοχηγέτης) λοχαγός («ἄνδρες γὰρ ἑπτὰ θούριοι λοχαγέται, ταυροσφαγοῦν τες ἐς μελάνδετον σάκος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «στρατιωτικό σώμα» + -ᾱγέτᾱς (< ἡγέτης < ἡγοῦμαι), πρβλ. αρχ-αγέτας, λ-αγέτας].