λυχνοστάτης

Revision as of 14:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ο
στήριγμα λύχνου ή λυχνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -στάτης (< συνεσταλμένη βαθμίδα στα-, πρβλ. -στα-μεν, στά-σις, του ἵστημι), πρβλ. θερμο-στάτης, παρα-στάτης].