λυχνόβιος

Revision as of 14:38, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A living by lamplight, Senec.Ep.122.

Greek (Liddell-Scott)

λυχνόβιος: -ον, ὁ ζῶν διὰ τοῦ φωτὸς τοῦ λύχνου, ἐν Σενέκ. Ἐπιστ. 122.

Greek Monolingual

λυχνόβιος, -ον (Α)
αυτός που περνά τη ζωή του κοντά στο φως του λύχνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + βίος (πρβλ. θαλασσό-βιος, λιτό-βιος)].

Russian (Dvoretsky)

λυχνόβιος: живущий при свете ламп, т. е. ведущий ночной образ жизни Sen.