μεγαλόπους

Revision as of 14:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, A with large feet, Arist.HA617a26.

German (Pape)

[Seite 107] πουν, gen. ποδος, großfüßig; Schol. Ar. Av. 877; Arist. H. A. 9, 21.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων μεγάλους πόδας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 21.

Greek Monolingual

μεγαλόπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει μεγάλα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + πούς (πρβλ. κραταί-πους)].

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλόπους: 2, gen. ποδος большеногий, с большими ногами или лапами (sc. ὄρνις Arst.).