μεγαλοκαμπής

Revision as of 14:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ές, A with a large curve, Orib.45.6.6.

German (Pape)

[Seite 106] ές, sehr gekrümmt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοκαμπής: -ές, ὁ ἔχων μεγάλην καμπήν, σφόδρα κεκαμμένος, Ὀρειβάσ. σ. 38 Mai.

Greek Monolingual

μεγαλοκαμπής, -ές (Α)
αυτός που έχει μεγάλη καμπή, πολύ κεκαμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -καμπής (< κάμπτω, πρβλ. ευ-καμπής)].