μελάμψωρος

Revision as of 15:03, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A with black spots, ἵπποι PWis.16 in Aegyptus9.244 (ii A. D.).

Greek Monolingual

μελάμψωρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρες κηλίδες, μαύρα στίγματα («μελάμψωροι ἵπποι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -ψωρος (< ψώρα), πρβλ. λιμό-ψωρος].