μελίθρεπτος
English (LSJ)
ον, A honey-fed, AP9.122 (Evenus?).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
μελίθρεπτος: -ον, ὁ διὰ μέλιτος τρεφόμενος Ἀνθ. Π. 9. 122.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μελίθρεπτος, -ον)
αυτός που τρέφεται με μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + θρεπτός (< θρέφω), πρβλ. μαμμό-θρεπτος].
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
μελίθρεπτος: вскормленный медом (χελιδών Anth.).