αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(Μ θρέφω)
1. τρέφω
2. επουλώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέφω, αναλογικά προς τα θρέψω, έθρεψα].