το (Α μεταπύργιον)τμήμα τείχους ή φρουρίου το οποίο βρίσκεται μεταξύ δύο πύργων ή προμαχώνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + πυργίον (< πύργος), πρβλ. προ-πύργιο].