πυργίον
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
English (LSJ)
τό, Dim. of πύργος, IG11(2).287A154 (Delos, iii B.C.), PTeb.780.11 (ii B.C.), Str.3.5.5, 12.3.18 (pl.), BGU889.10 (ii A.D.), Luc.Pseudol.19, Vit.Auct.9.
German (Pape)
[Seite 820] τό, dim. von πύργος, Luc. Pseudol. 19 Vit. auct. 9.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de πύργος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυργίον -ου, τό [πύργος] torentje.
Russian (Dvoretsky)
πυργίον: τό башенка, вышка Luc.
Greek (Liddell-Scott)
πυργίον: ὑποκορ. τοῦ πύργος, Λουκ. Ψευδολ. 19, Βίων Πρᾶσ. 9.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. πυργί(ο).