μεταπύργιο

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187

Greek Monolingual

το (Α μεταπύργιον)
τμήμα τείχους ή φρουρίου το οποίο βρίσκεται μεταξύ δύο πύργων ή προμαχώνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + πυργίον (< πύργος), πρβλ. προπύργιο].