μετεωροφρονώ

Revision as of 15:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

μετεωροφρονῶ, -έω (Α)
σκέπτομαι για υψηλά πράγματα, υψηλοφρονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + φρονῶ (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλο-φρονώ].