μεταρχή

Revision as of 15:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

Dor. -ά, ἡ, part of the νόμος κιθαρῳδικός, Poll.4.66.

Greek Monolingual

μεταρχή και δωρ. τ. μεταρχά, ἡ (Α)
μέρος του κιθαρωδικού νόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἀρχή (πρβλ. κατ-αρχή, υπ-αρχή)].