μετροδείκτης

Revision as of 15:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ο
μικρός δείκτης που χρησιμοποιείται για τη στερεοσκοπική μέτρηση στα φωτογραμμομετρικά όργανα απόδοσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρο + δείκτης (< δείχνω) πρβλ. στροφο-δείκτης.