μετροδείκτης

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source

Greek Monolingual

ο
μικρός δείκτης που χρησιμοποιείται για τη στερεοσκοπική μέτρηση στα φωτογραμμομετρικά όργανα απόδοσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρο + δείκτης (< δείχνω) πρβλ. στροφοδείκτης.