μοβόρος

Revision as of 15:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

-α, -ο και -ικο
αιμοβόρος.
επίρρ...
μοβόρικα
με μοβόρο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἱμοβόρος, με σίγηση του αρκτικού άτονου αι- (πρβλ. ματώνω < αἱματώνω)].