μολυβδόδετος

Revision as of 15:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A fastened with lead, ἐσχάραι Poll.6.88.

German (Pape)

[Seite 200] mit Blei gebunden, umzogen, Poll. 6, 88.

Greek Monolingual

μολυβδόδετος και μολιβδόδετος, -ον (Α)
δεμένος, στερεωμένος με μόλυβδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -δετός (< δέω (ΙΙ) «δένω»), πρβλ. κισσό-δετος, χαλκό-δετος].