-ον, ΜΑ1. αυτός που έχει χρυσά άνθη, χρυσανθής2. το ουδ. ως ουσ. βλ. χρυσάνθεμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -άνθεμος (< ἄνθεμον «λουλούδι»), πρβλ. φιλ-άνθεμος].