χρυσανθής
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
χρυσανθές,
A with flower of gold, ἔρνος Trag.Adesp. in Gött.Nachr.1922p.27; κρόκος AP12.256 (Mel.).
II χρυσανθές, τό, = ἑλίχρυσον, Nic.Fr. 74.69.
2 yellow dye, PHolm.22.2.
German (Pape)
[Seite 1378] ές, mit goldfarbiger Blüte, κρόκος Mel. 2 (XII, 256); τὸ χρυσανθές = χρυσάνθεμον, Nic. bei Ath. 684 d.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
à fleurs d'or.
Étymologie: χρυσός, ἄνθος.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσανθής: златоцветный (κρόκος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσανθής: -ές, ὁ ἔχων χρυσοῦν ἄνθος, κρόκος Ἀνθ. Π. 12. 256· ― πρβλ. χρυσάνθεμον.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που έχει χρυσά άνθη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χρυσανθές
χρυσάνθεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ανθής (< ἄνθός), πρβλ. λευκανθής].
Greek Monotonic
χρῡσανθής: -ές (ἄνθος), αυτός που έχει χρυσά άνθη, σε Ανθ.