χρυσόηλος

Revision as of 15:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A with nails or studs of gold, Eust.95.6.

German (Pape)

[Seite 1380] mit goldenen Nägeln, Buckeln oder Knöpfen, Eustath.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόηλος: -ον, ὁ ἔχων χρυσοῦς ἥλους, Εὐστ. 95. 7, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ Ὁμηρικοῦ χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον (Ἰλ. Α. 246).

Greek Monolingual

-ον, Μ
καρφωμένος με χρυσούς ήλους, με χρυσά καρφιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ἧλος «καρφί» (πρβλ. ἀργυρό-ηλος)].