χρυσόηλος
From LSJ
English (LSJ)
χρυσόηλον, with nails or studs of gold, Eust.95.6.
German (Pape)
[Seite 1380] mit goldenen Nägeln, Buckeln oder Knöpfen, Eustath.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόηλος: -ον, ὁ ἔχων χρυσοῦς ἥλους, Εὐστ. 95. 7, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ Ὁμηρικοῦ χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον (Ἰλ. Α. 246).
Greek Monolingual
-ον, Μ
καρφωμένος με χρυσούς ήλους, με χρυσά καρφιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ἧλος «καρφί» (πρβλ. ἀργυρόηλος)].