χωματένιος

Revision as of 15:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. αποτελούμενος από χώμα
2. πήλινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώμα, -ατος + κατάλ. -ένιος (πρβλ. μαρμαρ-ένιος)].