χωματένιος

From LSJ

κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things

Source

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. αποτελούμενος από χώμα
2. πήλινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώμα, -ατος + κατάλ. -ένιος (πρβλ. μαρμαρένιος)].