α, ον, A sandy, Inscr.Prien.326.2.
-αία, -ον, ΜΑαμμώδηςμσν.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ψαμμαῖαη άμμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγ-αῖος)].