ἱππολεχής

Revision as of 16:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ές, A having given birth to a horse, Δηώ Orac. ap. Paus.8.42.6.

German (Pape)

[Seite 1260] ές, ein Pferd geboren habend, Orak. bei Paus. 8, 42, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππολεχής: -ές, ἐπὶ τῆς Δῃοῦς, ἡ τεκοῦσα ἵππον, ἱππολεχοῦς Δῃοῦς κρυπτήριον ἄντρον Χρησμ. παρὰ Παυσ. 8. 42, 6.

Greek Monolingual

ἱππολεχής, -ές (Α)
(για τη Δηώ) αυτή που γέννησε ίππο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -λεχής (< λέχος), πρβλ. γη-λεχής, πρωτο-λεχής].