ἱππολεχής
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
English (LSJ)
ἱππολεχές, having given birth to a horse, Δηώ Orac. ap. Paus.8.42.6.
German (Pape)
[Seite 1260] ές, ein Pferd geboren habend, Orak. bei Paus. 8, 42, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππολεχής: -ές, ἐπὶ τῆς Δῃοῦς, ἡ τεκοῦσα ἵππον, ἱππολεχοῦς Δῃοῦς κρυπτήριον ἄντρον Χρησμ. παρὰ Παυσ. 8. 42, 6.
Greek Monolingual
ἱππολεχής, -ές (Α)
(για τη Δηώ) αυτή που γέννησε ίππο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -λεχής (< λέχος), πρβλ. γηλεχής, πρωτολεχής].