ἱπποκόρυθος

Revision as of 16:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, coined as compd. of ἵππος and κόρυς, Porph. ad Il.2.1 (v.l. ἱππο-κόρυθες as nom. pl.).

German (Pape)

[Seite 1260] ὁ, = Folgdm, Porphyr. qu. Hom. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποκόρυθος: -ον, = τῷ ἑπομ., Πορφ. Ὁμηρ. Ζητήμ. 15.

Greek Monolingual

ἱπποκόρυθος, -ον (Α) ιπποκορυστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κόρυθος (< κόρυς «περικεφαλαία»), πρβλ. ευ-κόρυθος, τρι-κόρυθος.