ὠλενοστρόφος

Revision as of 16:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ὁ, A mat-maker, PPetr.3p.173 (iii B. C.), BGU1528 (iii B. C.); toranus (leg. torarius) = ωλενος· τροφος, Gloss.: cf. ὠλένη 3 and ὠλήν.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός με τον οποίο στρέφεται ο βραχίονας
2. αυτός που υφαίνει ψάθινους τάπητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠλένη «χέρι» και «ψάθα» + -στρόφος (< στρέφω), πρβλ. νευρο-στρόφος.