ἴθρις

Revision as of 16:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ὁ, A eunuch, restored from Hsch. for ἴδρις in AP6.219 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1245] ὁ, der Verschnittene, VLL.; nach Casaub. conj. Antp. 27 (VI, 219).

Greek (Liddell-Scott)

ἴθρῐς: ὁ, εὐνοῦχος, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 175. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἴθρις· σπάδων, τομίας, εὐνοῦχος».

Greek Monolingual

ἴθρις, ὁ (Α)
ευνούχος, ευνουχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἴθρις είναι παράλληλος τ. του ἔθρις, με τροπή του ε- σε ι- (πρβλ. ιδρύω). Ο τ. ἔθρις συνδέεται με αρχ. ινδ. vadhri- «ευνουχισμένος»].

Russian (Dvoretsky)

ἴθρις: εως ὁ скопец Anth.

Frisk Etymological English

See also: s. ἔθρις.

Frisk Etymology German

ἴθρις: {íthris}
See also: = ἔθρις, s. d.
Page 1,715