ευρύχωρος

Revision as of 17:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐρύχωρος, -ον)
αυτός που έχει ευρύ χώρο, μεγάλη έκταση, ο εκτεταμένος
αρχ.
αυτός στον οποίο άνετα χωράει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -χωρος (< χώρος), πρβλ. απλόχωρος, στενόχωρος].