ημίδραχμον
Greek Monolingual
ἡμίδραχμον, τὸ (Α)
1. μισή δραχμή
2. σταθμική μονάδα για φάρμακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -δραχμον (< δραχμή), πρβλ. δίδραχμον, τρίδραχμον].
ἡμίδραχμον, τὸ (Α)
1. μισή δραχμή
2. σταθμική μονάδα για φάρμακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -δραχμον (< δραχμή), πρβλ. δίδραχμον, τρίδραχμον].