εὐδιάφθορος

Revision as of 17:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

English (LSJ)

ον, A easily destroyed, ὀλιγαρχία Arist.Pol.1306a10; (ἔντομα) Id.PA682b16; of papyrus rolls, Arch.Pap.6.101 (i A.D.). II easily corrupted, Arist.Ath.41.2 (Comp.); easily going bad, of food, Xenocr. ap. Orib. 2.58.145, Dsc.1.105.

German (Pape)

[Seite 1062] dasselbe, Arist. Pol. 5, 6 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιάφθορος: -ον, εὐκόλως φθειρόμενος, καταστρεφόμενος, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 6, 10, π. Ζ. Μορ. 4. 6, 4.

Greek Monolingual

εὐδιάφθορος, -ον (Α)
1. αυτός που φθείρεται εύκολα
2. (για τροφή) αυτός που σαπίζει, που χαλάει εύκολα
3. αυτός που δωροδοκείται εύκολα («εὐδιαφθορώτεροι γὰρ ὀλίγοι τῶν πολλῶν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διαφθορος (< διαφθείρω), πρβλ. αδιάφθορος, πολυδιάφθορος].

Russian (Dvoretsky)

εὐδιάφθορος: легко подвергающийся порче или разрушению (ἔντομα, ὀλιγαρχία Arst.).