θυροπηγία
English (LSJ)
ἡ, A making of doors, Thphr.HP5.7.6.
German (Pape)
[Seite 1227] ἡ, das Zusammenfügen, Verfertigen von Thüren, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
θῠροπηγία: ἡ, κατασκευὴ θυρῶν, Θεοφρ. Ι. Φ. 5. 7, 6.
Greek Monolingual
θυροπηγία, ἡ (Α)
η κατασκευή θυρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -πηγία (< -πηγός < πήγνυμι), πρβλ. ναυπηγία, σκηνοπηγία].