θαλασσογενής
English (LSJ)
ές, (γενέσθαι) A sea-born, κήρυκες Archestr.Fr.56.7.
German (Pape)
[Seite 1182] ές, aus dem Meere geboren, Archestr. bei Ath. III, 92 e.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλασσογενής: -ές, (γενέσθαι) ἐκ τῆς θαλάσσης γεννηθείς, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 92Ε.
Greek Monolingual
-ές (Α θαλασσογενής, -ές)
αυτός που γεννήθηκε ή δημιουργήθηκε από τη θάλασσα
νεοελλ.
αυτός που έχει σχηματιστεί με την επενέργεια του θαλασσινού νερού («θαλασσογενείς ακτές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -γενής (< γένος), πρβλ. ενδογενής, ομογενής].