λεμβούχος
Greek Monolingual
ο
1. ο ιδιοκτήτης και κυβερνήτης λέμβου, ο βαρκάρης
2. μεγάλη κεραία τοποθετημένη οριζόντια σε καθεμιά από τις δύο πλευρές του πλοίου για την ανάρτηση λέμβου από αυτήν, αλλ. βαρδαλάντζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. κληρούχος, πολιούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Σ. Βλάχου].